- ἀπισχναίνω
- ἀπισχν-αίνω,A make lean or thin, Philem.98.7, Arist.HA574b6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
απισχναίνω — ἀπισχναίνω κ. ἀπισχνῶ ( όω) (Α) λεπταίνω, αδυνατίζω κάποιον ή κάτι … Dictionary of Greek
απίσχνανση — Κατάσταση κατά την οποία παρατηρείται σημαντική ελάττωση ή και εξαφάνιση του λιπώδους ιστού του ατόμου· συνοδεύεται πάντα από σημαντική απώλεια βάρους. Η α. μπορεί να οφείλεται σε υποσιτισμό (τροφική α.), σε διαταραχές της πέψης και της… … Dictionary of Greek